- ανδική φυλή
- Λαός αυτοχθόνων της Αμερικής, τυπικός μόνο των Άνδεων, που στην καθαρή του μορφή έχει εκλείψει. Ωστόσο, ο όρος, που έχει πλέον εισαχθεί στην επιστημονική γλώσσα, συνδέεται με τον τύπο των αυτόχθονων Πουέμπλο, οι οποίοι απλώνονται στο μεγαλύτερο τμήμα της πλευράς των Άνδεων προς τον Ειρηνικό και αποτελούν στο σύνολό τους την πουεμπλοανδική φυλή. Τα μέλη της φυλής αυτής έχουν κιτρινομελάχρινη επιδερμίδα με κοκκινωπές αποχρώσεις, πλατύ πρόσωπο με ζυγωματικά που προεξέχουν, κεφάλι ελαφρώς βραχύ και χαρακτηριστικές αδρές γραμμές στη μύτη, που είναι συχνά κυρτή. Το σώμα τους, με αρμονικές κατά κανόνα αναλογίες, τείνει προς το παχύ στους ορεινούς πληθυσμούς, όπως παρατηρείται και στην αλπική φυλή. Στην α.φ. συνηθίζεται να παραμορφώνουν το κρανίο, ως δείγμα κομψότητας, και το πετυχαίνουν αυτό δένοντας το κεφάλι των παιδιών με ειδικούς επιδέσμους. Στην α.φ. πρέπει να αποδοθεί η ανάπτυξη των προκολομβιανών πολιτισμών.
Dictionary of Greek. 2013.